-
1 παρέκ
πᾰρέκ (on the accent, v. infr.), before a vowel [full] πᾰρέξ (also before a conson., Od.12.276, SIG4.6(Cyzicus, vi B.C.), Pl.Epin. 976d, UPZ 81 iii 20 (ii B. C.), etc., and always in Hdt., LXX (Jd.8.26, al.), and J. (AJ7.1.3, al.)): ([etym.] παρά, ἐκ):A as Prep.,1 c. gen. loci, outside, before,νῆσος.. π. λιμένος τετάνυσται Od.9.116
; παρὲξ ὁδοῦ out of the road, Il.10.349.2 besides, except, SIGl.c., etc.;οὐδὲν ἔστιν ἄλλο π. τοῦ ἐόντος Parm.8.37
;πάρεξ τοῦ ἀργύρου χρυσὸν.. ἀνέθηκε Hdt.1.14
, cf. 93, 192;πάρεξ ὀστέου καὶ νεύρου Hp.Alim.51
; ἑτέραν [ἐπιστήμην] πάρεξ τῶν εἰρημένων εὑρεῖν Pl.l.c., cf. Epicur.Nat. 14G.;μηδὲν ἰδιοπραγεῖν πάρεξ τῶν προσταττομένων Plb.8.26.9
.3 οἰωνοῖο π. contrary to the omen, A.R.2.344; π. οὗ πατρός against the wish of.., Id.3.743.II c. acc., along the side of, along,παρὲξ ἅλα φῦκος ἔχευεν Il.9.7
;παρὲκ μίτον 23.762
; παρὲξ τὴν νῆσον past, clear of the island, Od.12.276; παρὲξ περιμήκεα δοῦρα alongside of.., ib. 443; παρὲξ.. νῆα past it, 15.199;παρὲκ μέγα τειχίον 16.165
, 343 ;σῆμα παρὲξ Ἴλοιο Il.24.349
; παρὲκ νόον aside from sense and reason, 10.391 (v.παρεξάγω 11
); foolishly, 20.133; παρὲξ ὀλίγον θανάτοιο within a little of death, A.R.2.1113.2 παρὲξ Αχιλῆα without the knowledge of Achilles, Il.24.434.5 except, Supp. Epigr.2.710.3 (Pednelissus, i B. C.).B as Adv.,1 of Place, out beside, out and away,λαβὼνπεριμήκεα κοντὸν ὦσα παρέξ Od.9.488
; νῆχε παρέξ out along shore, 5.439; στῆ δὲ παρέξ hard by, Il.11.486 ; τῆλε παρέξ far away, A.R.2.272.2 metaph., beside the mark,παρὲξ ἀγορευέμεν Il.12.213
;παρὲξ ἐρέουσα Od.23.16
.3 ἄλλα παρὲξ μεμνώμεθα let us talk of something else, 14.168.4 excepting, Μῆδοι.. ἄρξαντες τῆς Ἀσίης ἐπ' ἔτεα τριήκοντα καὶ ἑκατὸν δυῶν δέοντα πάρεξ ἢ ὅσον οἱ Σκύθαι ἦρχον except so long as.. (i.e. including that period), Hdt.1.130 (but Δωριεῖ π. ἢ Ὀλυμπίασιν Ἰσθμίων μὲν γεγόνασιν ὀκτὼ νῖκαι besides, exclusive of.., prob. in Paus.6.7.4): abs., besides,ταῦτα π. δὲ μηδέν Plb.3.23.3
. (Acc. to Hdn.Gr.2.63, 931, παρέξ is correct in Hom., πάρεξ in Hdt., as in codd., cf. EM652.39, Eust.732.40.)
См. также в других словарях:
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek